- νεοστεφής
- νεο-στεφής, ές, = foreg., BMus.Inscr.1143 (ii/iii A.D.).II = νεόκρατος, Hsch.; cf. ἐπιστεφής.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοστεφής — ές (Α νεοστεφής, ές) αυτός που στέφθηκε πριν από λίγο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεόκρατος, ἐπὶ κρατῆρος, ὁ εἰς ὃν ἐγένετο νεωστὶ κρᾱσις οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στεφής (< στέφος), πρβλ. χρυσο στεφής] … Dictionary of Greek
νεοστεφῆ — νεοστεφής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεοστεφής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεοστεφής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοστεφές — νεοστεφής masc/fem voc sg νεοστεφής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοστεφέος — νεοστεφής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek